- μεταρσιώνω
- μεταρσίωσα, μεταρσιώθηκα, μεταρσιωμένος1. υψώνω κάτι στον αέρα.2. μτφ., εξυψώνω πνευματικά: Μεταρσίωσε τις ψυχές των πιστών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταρσιώνω — (Α μεταρσιῶ, άω) [μετάρσιος] εγείρω, υψώνω στον αέρα, σηκώνω ψηλά (| (νεοελλ. μσν.) μτφ. προκαλώ ψυχική ανάταση («οι ψυχές τών πιστών μεταρσιώθηκαν με τις ψαλμωδίες») … Dictionary of Greek
μεταρσίωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταρσιώνω, ανύψωση στον αέρα 2. μτφ. εξύψωση τού πνεύματος και τής ψυχής, κατάνυξη («η μεταρσίωση τού πνεύματος είναι έργο τής θρησκείας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρσιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ν. Γ.… … Dictionary of Greek
μεταρσιωτικός — ή, ό [μεταρσιώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταρσίωση ή αυτός που προκαλεί μεταρσίωση («μεταρσιωτικοί ύμνοι») … Dictionary of Greek